spot_img

Σχετικά άρθρα

Πάμε Μουσείο;  

Βάια Μανώλη, Σύμβουλος Εκπαίδευσης ΠΕ70 Αρκαδίας, PhD Επιστήμες Αγωγής

Στην Αρχαία Ελλάδα ο όρος «Μουσείο» αφορούσε στον ναό που ήταν αφιερωμένος στη λατρεία των Μουσών· κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, προστάτιδες των τεχνών και των επιστημών.

Για να οδηγηθεί το μουσείο στη σημερινή του  μορφή, ως  ανοιχτό στο ευρύ κοινό ίδρυμα, διανύθηκε μεγάλη διαδρομή η οποία σχετίζεται με τον εκδημοκρατισμό των κοινωνιών.

Σημαντικός ήταν και ο ρόλος του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων / International Council of Museums (ICOM), Οργανισμού ο οποίος ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1946 μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το ICOM εργάστηκε, επίσης, για την αναγνώριση του εκπαιδευτικού ρόλου των μουσείων και την ανάδειξή του στη σύγχρονη κοινωνία καθιερώνοντας από το 1977 τη 18η Μαΐου ως Διεθνή Ημέρα Μουσείων.

Σύμφωνα με τον πιο πρόσφατο ορισμό του, «το Μουσείο είναι ένας μόνιμος, μη κερδοσκοπικός οργανισμός, στην υπηρεσία της κοινωνίας, ο οποίος ερευνά,  συλλέγει, συντηρεί, ερμηνεύει και εκθέτει τεκμήρια υλικής και άυλης κληρονομιάς. Ανοιχτά και προσβάσιμα στο κοινό, χωρίς αποκλεισμούς, τα μουσεία προάγουν την ποικιλομορφία και την αειφορία.

Λειτουργούν και επικοινωνούν με επαγγελματική δεοντολογία και με τη συμμετοχή των κοινοτήτων, προσφέροντας ποικίλες εμπειρίες με σκοπό την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία, τον αναστοχασμό και τη διάδοση της γνώσης.» (ICOM,  2022).  

Το μουσείο αποτελεί ένα ιδιαίτερο μαθησιακό περιβάλλον το οποίο παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις από άλλα καθώς πρωταρχικό ρόλο κατέχουν τα αντικείμενα και η βιωματική προσέγγιση του υλικού πολιτισμού με τη συμμετοχή όλων των αισθήσεων και με την προσωπική δημιουργική δραστηριότητα (Νικονάνου, 2010).

Επιπλέον, υιοθετεί τις πλέον σύγχρονες προσεγγίσεις για τη μάθηση όπου ο/η μαθητευόμενος/η βρίσκεται στο επίκεντρο της διαδικασίας ενώ επιδιώκεται η ενεργός συμμετοχή, η καλλιέργεια των πολλαπλών τύπων νοημοσύνης (Gardner, 1993) και η διάδραση με τα μουσειακά εκθέματα προκειμένου καθένας να οδηγηθεί στη δόμηση του δικού του προσωπικού νοήματος. 

Οι επισκέψεις σε μουσεία βοηθούν το παιδί να αποκεντρωθεί από το ίδιο το εγώ του, να αποκτήσει την εμπειρία έργων άλλων ανθρώπων, να βιώνει προοδευτικά τις ανώτερες και βαθύτερες αξίες της ζωής (Dewey, 1938).

Εξαιρετικά σημαντικός αναδεικνύεται και ο ρόλος των Νέων Τεχνολογιών οι οποίες μπορούν να υποστηρίξουν εναλλακτικές μορφές διδασκαλίας και να διευκολύνουν τη μάθηση μέσα από τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος ελκυστικού και πλούσιου σε ερεθίσματα (Τζιμογιάννης, 2007).

Στην Ελλάδα τα μουσεία αξιοποιήθηκαν εκπαιδευτικά μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τα πρώτα χρόνια απευθύνονταν αποκλειστικά σε σχολικές οµάδες (Νικονάνου, 2010: 62).

 Η σύνδεση των μουσείων με τη δια βίου μάθηση και τον ελεύθερο χρόνο των ανθρώπων έδωσε άλλη δυναμική και βοήθησε να  απευθυνθούν σε περισσότερες και διαφορετικές ομάδες κοινού.

Παρ’ όλ’ αυτά, το μαθητικό κοινό  συνεχίζει να αποτελεί τον βασικό αποδέκτη του εκπαιδευτικού έργου των μουσείων αποσκοπώντας όχι μόνο στην αύξηση της επισκεψιμότητάς τους αλλά και την προετοιμασία του μελλοντικού κοινού τους (Κακούρου – Χρόνη, 2005).

Οι επισκέψεις των Σχολείων στα Μουσεία αποτελούν συνήθη πρακτική. Οι εκπαιδευτικοί οργανώνουν επισκέψεις, τις οποίες συνδυάζουν με το Αναλυτικό Πρόγραμμα, και αναζητούν μια ευκαιρία για μάθηση βιωματική και ανακαλυπτική, για  σφαιρική προσέγγιση της γνώσης, για  καλλιέργεια ή ανάπτυξη πολλών δεξιοτήτων.

Δίνουν ευκαιρία σε παιδιά με διαφορετικό υπόβαθρο –κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό,  να έρθουν σε επαφή με το μουσείο.

Τη διαμεσολάβηση μεταξύ συλλογών και παιδιών αναλαμβάνει ο/η εκπαιδευτικός ή οι άνθρωποι του μουσείου μέσα από οργανωμένες δραστηριότητες ή και εκπαιδευτικά προγράμματα.

Είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος των εκπαιδευτικών για μια εποικοδομητική συνεργασία των δύο Φορέων και τη δημιουργία μοναδικών μουσειακών εμπειριών.

Το μουσείο, όμως, αποτελεί εν δυνάμει χώρο μάθησης και εκπαίδευσης για όλους (Φιλιππουπολίτη, 2015). Μια επίσκεψη στο μουσείο μπορεί να αποτελέσει μια ενδιαφέρουσα έξοδο και με την οικογένεια, επιλογή η οποία σχετίζεται με τον ελεύθερο χρόνο και την ανάγκη για ψυχαγωγία, για περισσότερο ποιοτικό χρόνο μεταξύ των μελών, ανάπτυξη κοινών ενδιαφερόντων και συμμετοχής σε μουσειακές δράσεις  με ενεργό και, συχνά, παιγνιώδη τρόπο.

Σε μια οικογενειακή επίσκεψη η μάθηση έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά γιατί ικανοποιούνται διαφορετικές ανάγκες, οπότε και υποστηρίζεται η ανάπτυξη νέων ικανοτήτων και ενδιαφερόντων ειδικά για τα παιδιά και παρωθείται η θετική στάση των παιδιών απέναντι στις νέες γνώσεις.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν πως, όσοι επισκέπτονται συστηματικά τα μουσεία από μικρή  ηλικία, με την οικογένεια ή με τη σχολική τους ομάδα, επιστρέφουν σε αυτό και ως ενήλικες, μόνοι ή με την δική τους οικογένεια.

Τα μουσεία χρειάζεται να ανανεώνουν διαρκώς τα προγράμματα και τις υπηρεσίες τους, για να είναι σε θέση να συναγωνιστούν τις υπόλοιπες «βιομηχανίες του ελεύθερου χρόνου» (Black 2010:20).

Μια επίσκεψη στο μουσείο, σε όποιο πλαίσιο κι αν γίνεται, χρειάζεται να αποτελεί μια ξεχωριστή εμπειρία ώστε να διευκολύνει τη συνάντηση του παιδιού.

Η αξιοποίησή του στη μαθησιακή διαδικασία ή και την καθημερινότητα των παιδιών μπορεί να συμβάλλει τόσο στη διαμόρφωση νέου μαθησιακού περιβάλλοντος όσο και τον εμπλουτισμό τών μουσειακών εμπειριών  και να ενισχύσει την σχέση τών παιδιών με το μουσείο.

Βιβλιογραφία

Black, G. (2010). Το ελκυστικό μουσείο: μουσείο και επισκέπτες (Σ. Κωτίδου, μετάφρ.) 

  Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς.

Dewey, J. (1938). Experience & Education. New York: Kappa Delta Pi.

Gardner, H. (1993). Frames of Mind. The Theory of Multiple Intelligences. New

  York:   Basic Books. 

Κακούρου-Χρόνη Γ. (2005). Μουσείο – Σχολείο: αντικριστές πόρτες στη γνώση.               

   Αθήνα: Πατάκη.

Νικονάνου Ν. (2010). Μουσειοπαιδαγωγική: από τη θεωρία στη πράξη. Αθήνα: Πατάκη.

Τζιμογιάννης Αθ. (2007). Το παιδαγωγικό πλαίσιο αξιοποίησης των ΤΠΕ ως εργαλείο

   ανάπτυξης της κριτικής και δημιουργικής σκέψης, στο Β. Κουλαϊδής (επιμ.). Σύγχρονες

   διδακτικές προσεγγίσεις για την ανάπτυξη κριτικής – δημιουργικής σκέψης, 333-354,

   Αθήνα: Ο.ΕΠ.ΕΚ.

Φιλιππουπολίτη Α. (2015). Εκπαιδευτικές θεωρίες και μουσειακή μάθηση στο Ν. Νικονάνου

   (επιμ.) Μουσειακή Μάθηση και Εμπειρία στον 21ο αι., (27-49). Αθήνα: Κάλλιπος.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Τελευταία άρθρα